- σίδερο
- το, Ν1. ο σίδηρος2. συνεκδ. α) κάθε όργανο, εργαλείο, σκεύος ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό το μέταλλο (α. «τα σίδερα τού μπαλκονιού [ή τής αυλής ή τής σκάλας]» — το σιδερένιο κιγκλίδωμα, τα σιδερένια κάγκελαβ. «το σίδερο τής πόρτας» — ο σιδερένιος μοχλός τής πόρτας, ο σύρτηςγ. «το σίδερ' αποκόττησε και κοφτερόν εγίνη» — η μάχαιρα, Ερωτόκρ.)β) κάθε πράγμα εξαιρετικά στερεό, καθετί που έχει μεγάλη αντοχή3. (κατ' επέκτ.) γενική ονομασία για μέταλλα4. συσκευή που θερμαίνεται με κάρβουνα ή ηλεκτρικό ρεύμα και χρησιμοποιείται για την εξομάλυνση και λείανση υφασμάτινων και δερμάτινων επιφανειών, πιεζόμενη πάνω σε αυτές5. σιδερένιο εργαλείο που λειτουργεί με ηλεκτρισμό και το οποίο χρησιμοποιείται για το κατσάρωμα τών μαλλιών6. στον πληθ. τα σίδεραα) σιδηροδρομική γραμμή σε λειτουργία ή σε αχρησίαβ) τα σιδερένια δεσμά καταδίκου, οι χειροπέδεςγ) μτφ. η δουλεία7. φρ. α) «σίδερο τού καραβιού»ναυτ. η άγκυραβ) «σίδερο τού μπαστουνιού» — ο κλοιός τού δορατίουγ) «τόν βάλανε στα σίδερα» — τόν έκλεισαν στη φυλακήδ) «είναι για τα σίδερα» — είναι τρελόςε) «λυγάει σίδερα» — είναι πολύ γερόςστ) «έφαγα τα σίδερα» — μεταχειρίστηκα κάθε μέσο προκειμένου να πετύχω κάτι, προσπάθησα με όλες μου τις δυνάμειςζ) «θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι»i) (με ειρωνική σημ.) θα γίνουν πράγματα εκπληκτικά και απίστευτα ή θα καταβληθούν υπέρμετροι κόποι, υπεράνθρωπες προσπάθειεςii) λέγεται ως απειλή για μεγάλη καταστροφή ή σκληρά αντίποιναη) «κρύο σίδερο δουλεύει» — λέγεται γι' αυτούς που ματαιοπονούνθ) «χτύπα σίδερο» — ευχή πο.υ λέγεται όταν αναφέρει κανείς ένα άτομο ως υγιές8. παροιμ. «στη βράση [του] κολλάει το σίδερο» — δηλώνει ότι κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρον / σίδηρος, με τροπή τού / i / σε / e / πριν από το -ρ- (πρβλ. κερί < κηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.